Υπάρχει ένα διαχρονικό ερώτημα σχετικά με την αποτυχία του Ελληνικού Κράτους να οργανωθεί σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα από την ίδρυσή του τον 19ο αιώνα. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα μπορεί να ανοίξει το δρόμο για την κατανόηση ότι η λύση στην πολύπλευρη κρίση που βιώνουμε μπορεί να προέλθει μόνο από μια νέα φιλοσοφία και δομή του Εθνικού Κράτους. Αυτό που απαιτείται είναι ουσιαστικές αλλαγές, οι οποίες είναι αναγκαίες προϋποθέσεις για να ξεπεράσουμε την κρίση, να επιτύχουμε ανάπτυξη και κοινωνική συνοχή.
Η έκθεση Ντράγκι υπογραμμίζει την ανάγκη να επαναθεμελιώσουμε τις δημόσιες αξίες ενός νέου κράτους δικαίου και ενός ισχυρού κοινωνικού κράτους, καθώς και την αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης. Είναι απαραίτητο να αναπροσδιορίσουμε τη σχέση του Εθνικού κράτους με τους υπερεθνικούς οργανισμούς και τις διεθνείς αγορές και να εξετάσουμε πιο αποφασιστικά τα θέματα ασφάλειας του κράτους και των πολιτών. Ένα νέο κράτος πρέπει να είναι ανταγωνιστικό και παράλληλα κοινωνικό.
Ωστόσο, η απαξίωση της δημόσιας διοίκησης από το πολιτικό σύστημα, το συνδικαλιστικό κίνημα και τους δημόσιους υπαλλήλους έχει λάβει χαρακτηριστικά σχεδόν καταστροφικά, ειδικά κατά την διάρκεια των μνημονίων. Αυτή η κατάσταση έχει οδηγήσει στη μεταφορά των ουσιαστικών αποφάσεων στο δημόσιο τομέα σε Τεχνικούς Συμβούλους, δηλαδή ιδιωτικές εταιρείες που αναλαμβάνουν να καθοδηγούν τις κυβερνητικές επιλογές χωρίς την απαραίτητη κατανόηση από μέρους των πολιτικών.
Η ιδιωτικοποίηση του κράτους και η διαχείριση των δημόσιων φορέων μέσω ΣΔΙΤ και Συμβάσεων Παραχώρησης δημιουργεί κινδύνους για το περιβάλλον και επιφέρει κρυφά χρέη που θα κληθούν να πληρώσουν οι επόμενες γενιές. Η κατάσταση αυτή ενδέχεται να οδηγήσει σε νέες χρεοκοπίες, οι οποίες πλήττουν άμεσα το δημόσιο υγειονομικό σύστημα και την τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Σε αυτή τη διαδικασία, οι αγορές αποκτούν ολοένα και περισσότερη δύναμη εις βάρος του κράτους και των ελεγκτικών μηχανισμών του, ενώ η απορρύθμιση των αγορών και των εργασιακών σχέσεων αυξάνεται. Οι ρυθμιστικές αρχές λειτουργούν με καθυστερήσεις και είναι υποστελεχωμένες, γεγονός που οδηγεί στην απαξίωση του κράτους, το οποίο συχνά εκλαμβάνεται ως ένα εργαλείο εξυπηρέτησης πελατειακών σχέσεων.
Κάθε πολιτική ηγεσία, από την ίδρυση του Ελληνικού κράτους, έχει αντιμετωπίσει τη δημόσια διοίκηση ως μηχανισμό προώθησης ιδιοτελών συμφερόντων, με αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας κουλτούρας που στηρίζει την επιτυχία στις διασυνδέσεις και όχι στα προσόντα ή στην αξιοκρατία. Την ίδια στιγμή, το κόστος και το μέγεθος ενός κράτους είναι λιγότερο σημαντικά από την παραγωγικότητά του και την ικανότητά του να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της κοινωνίας.
Η νέα συνταγματική μεταρρύθμιση θα πρέπει να διασφαλίσει την οικονομική αυτοδυναμία των περιφερειών, ενώ η κεντρική διοίκηση θα πρέπει να λειτουργεί ως επιτελικό όργανο. Επίσης, η δημόσια διοίκηση χρειάζεται κίνητρα και συνθήκες που να την ενισχύουν, προκειμένου να επανακατακτηθεί το κύρος της.
Ειδικότερα, οι δημόσιοι υπάλληλοι πρέπει να αξιολογούνται με σαφείς στόχους και χρόνο, προκειμένου να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα και η απόδοσή τους. Η ενεργητική συμμετοχή και η ηθική ευθύνη πρέπει να κυριαρχούν στον δημόσιο διάλογο και τις κυβερνητικές αποφάσεις. Η Ελλάδα βρίσκεται σε μειονεκτική θέση σε σχέση με την υιοθέτηση νέων τεχνολογιών και υπηρεσιών ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, γεγονός που οφείλεται στις κυβερνητικές και διοικητικές ανεπάρκειες, παρά τη διαθέσιμη χρηματοδότηση από την ΕΕ.
Πηγή: tovima.gr