Η εκλογική άνοδος της Χρυσής Αυγής οδήγησε σε μια δραματική αύξηση της πολιτικής βίας στην Ελλάδα, καταδεικνύοντας την επιρροή της ακροδεξιάς στην πολιτική σκηνή της χώρας. Οι άλλοτε περιθωριακοί πολιτικοί δρώντες έγιναν πιο κεντρικοί και η βία τους, που συνδέεται με το νεοναζιστικό ιδεολογικό πλαίσιο, εκφράστηκε μέσω πρακτικών βίαιου εξτρεμισμού. Αυτή η κατάσταση υπήρξε απάντηση σε ένα πλαίσιο πολιτικών και οικονομικών παραπόνων, που επέτρεψε την ανάπτυξη ενός δικτύου ακτιβισμού στη βάση των όρων της Χρυσής Αυγής.
Η ιδιαιτερότητα της Χρυσής Αυγής, ως «κόμμα-κίνημα», επεξεργάστηκε μια οργανωτική δομή που επιτρέπει τη διάχυση της ακροδεξιάς βίας σε διαφορετικές περιοχές της χώρας. Από την άλλη, η πρακτική εφαρμογή της ιδεολογίας της μέσω της συστηματικής άσκησης πολιτικής βίας ήταν θεμελιώδης για την ύπαρξή της. Αυτή η βία δεν λειτούργησε μόνο εντός του κόμματος, αλλά και ως εργαλείο κοινωνικοποίησης για νέα μέλη, ενώ κινητοποιούσε και δυνάμεις ετερότητας και υπεροχής που εκφράζονταν μέσα από δραστηριότητες, όπως οι ομαδικές προπονήσεις και νυχτερινές εξορμήσεις.
Στο πλαίσιο αυτό, τίθεται το ερώτημα: μπορεί η ελληνική δημοκρατία να παραμείνει φιλελεύθερη και να αμυνθεί απέναντι σε προκλήσεις όπως αυτές της Χρυσής Αυγής; Ορισμένα μοντέλα μαχόμενης δημοκρατίας, όπως αυτό της Γερμανίας, προσφέρουν παραδείγματα μηδενικής ανοχής σε ναζιστικές εκφράσεις. Η πρόσφατη εμπειρία στη χώρα μας εγείρει σημαντικά ερωτήματα σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής αντίστοιχων μέτρων.
Η ιστορική πορεία της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας αποτυπώνει την αδιάκοπη παρουσία της πολιτικής βίας της άκρας δεξιάς, η οποία επηρεάζεται από την ιστορική κληρονομιά του εμφυλίου πολέμου και την πολιτική απονομιμοποίηση της ακροδεξιάς στις πρώτες ημέρες της μεταπολίτευσης. Ωστόσο, καθώς οι συνθήκες άλλαξαν, η άκρα δεξιά πλέον αναδεικνύεται ως επικίνδυνη κοινωνική δύναμη, πρόκληση για την δημοκρατία, και αναγκάζει τη συζήτηση γύρω από την απάντηση μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας σε τέτοιες προκλήσεις.
Πηγή: tovima.gr