Η ολοκλήρωση της πώλησης του 10% της Εθνικής Τράπεζας από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) στις 2 Οκτωβρίου 2024 σηματοδοτεί ένα σημαντικό βήμα στην αναδιάρθρωση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, σύμφωνα με τον οίκο αξιολόγησης Standard & Poor’s. Υπό τη στήριξη του ΤΧΣ, οι τέσσερις μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας και η Attica Bank πλέον απορροφούν το 98% του ενεργητικού του ελληνικού τραπεζικού τομέα, σε σύγκριση με το 68% που αντιπροσώπευαν το 2007.
Η ενεργητική συμμετοχή του ΤΧΣ στις ελληνικές τράπεζες ξεκίνησε το 2010, με σκοπό να ενισχύσει τις τράπεζες κατά την περίοδο της κρίσης χρέους. Ενώ ο οργανισμός δεν παρενέβη άμεσα στις στρατηγικές τους, η παρουσία του συνέβαλε στην ανασυγκρότησή τους. Οι δείκτες μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων έχουν μειωθεί σε 3,6% για τις D-SIB και 6,9% για το σύνολο του τραπεζικού συστήματος, από το προηγούμενο επίπεδο του 48,6% το 2018.
Η πρόσφατη πώληση του μεριδίου του ΤΧΣ έρχεται μετά από πωλήσεις μεριδίων σε άλλες τράπεζες, όπως η Τράπεζα Πειραιώς και η Alpha Bank, με το ΤΧΣ πλέον να κατέχει μόνο το 72,5% της Attica Bank. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει τις στενές σχέσεις που συνεχίζουν να αναπτύσσονται ανάμεσα στις ελληνικές τράπεζες και τους διεθνείς επενδυτές, καθώς η UniCredit υπέγραψε στρατηγική συνεργασία με ελληνική τράπεζα.
Η βελτίωση των οικονομικών δεικτών των τραπεζών επιτρέπει την καταβολή μερισμάτων, με το σχέδιο να φτάσουν σταδιακά οι πληρωμές στο 40%-50%. Παρά τις θετικές εξελίξεις, η έξοδος του ΤΧΣ από τις D-SIB δεν θα επηρεάσει την πιστοληπτική ικανότητα των τραπεζών, καθώς η S&P θεωρεί τη συμμετοχή του κράτους ως προσωρινή.
Ωστόσο, οι αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις (DTC) παραμένουν μια πρόκληση για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, και αναμένεται να απαιτήσουν πολλά χρόνια για να επιλυθούν. Οι τράπεζες στοχεύουν να μειώσουν το μερίδιο των DTC σε 30% μέχρι το 2026 και κάτω από 20% μέχρι το 2030, μέσω οργανικής αύξησης κεφαλαίων.
Πηγή: tovima.gr